|
| Θωρεῖς, μητέρα;Σὲ τὤλεγα καὶ δὲν τὸ πίστευες. Ἐσκότωσεν ἄνθρωπο, καὶ τὸν πιάνει τὸ αἷμα. Ὅλος ὁ κόσμος τὸ λέγει καὶ σὺ δὲν τὸ πιστεύεις. Ἅμα πῇς πὼς ξεύρεις κάτι τι ποὺ ἔκαμεν ἂς εἶναι καὶ γιὰ δοκιμὴ μονάχα θαρρεῖ πῶς τοῦ λὲς γιὰ τὸ φονικό. Θαρρεῖ πῶς ἐφάνηκε τὸ αἷμα στὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὸν προδώσῃ. | |
|
| Ἀφοῦ δὲν τὸ εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, τοῦ εἶπα, τί σὲ μέλει καὶ τὸν κακολογᾶς. Κάθε ἀρνὶ κρεμιέται ἀπὸ τὸ ἴδιο του ποδάρι. Καὶ ἂν εἶναι ἀλήθεια, ἔχει Θεὸ ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ καὶ ἂς ὄψεται. Κᾶμε μου μόνο τὴν χάρι, καὶ μὴ ἀνακατόνεσαι στὴν ὑπόθεσι τῆς πόστας: Αὐτὸς χωρὶς αἰτία βέβαια δὲν τὴν παραιτᾷ. | |
|
|
|
|
|
| Δὲν ἀκοῦς ποῦ σοῦ τὸ λέγω, μητέρα;Εἶναι τὸ αἷμα ποὺ τὸν πιάνει! Τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε στὸν δρόμο του, ἐστοιχειώθηκε τώρα, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ περάσῃ. Προχθὲς ἀναγκάσθηκε νὰ γυρίσ᾿ ἀπὸ τὰ μισόδρομα καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν πόστα. Ἀκούεις, εἶδε κάποιον ποὺ τὸν παραμόνευε: Χωρὶς ἄλλο ἦταν τὸ αἷμα. Γιατὶ λέγουν, πὼς ὅποιος σκοτώσῃ ἄνθρωπο καὶ δὲν σκεφθῇ νὰ γλύψῃ ἀπὸ τὸ μαχαῖρι του τὸ αἷμα, ἢ θὰ στοιχειωθῇ νὰ τὸν πνίξῃ καμμιὰ μέρα, ἢ θὰ τὸν μαρτυρεύῃ, ὡς ποὺ νὰ τ᾿ ὁμολογήσῃ καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν. | |
|
| Νἄχῃς τὴν εὐχή μου, παιδάκι μου, μὴ μοῦ ξεσηκόνῃς τὴν καρδιά μου περισσότερο. Καί, νἄχῃς τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, μὴν ἀνακατόνῃς αὐτὰ τὰ πράγματα! Γιατὶ σ᾿ ἀκούει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐξουσία κ᾿ εὑρίσκεις τὸν μπελᾶ σου! Ἄφησε καὶ τὴν πόστα καὶ τὸν ποστιέρη νὰ κουρεύωνται, καὶ βλέπε τὴν δουλειά σου, σὰν νοικοκυροπαίδι. | |
|
|
|
|
|